μαστορόπουλο

μαστορόπουλο
το
1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος
2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. -πουλο* (πρβλ. κοτό-πουλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαστορόπουλο — το βοηθός ή μαθητευόμενος του μάστορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • διακόνι — το μαθητευόμενος εργάτης, μαστορόπουλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”