- μαστορόπουλο
- το1. νεαρό άτομο που μαθαίνει μια τέχνη κοντά σε έναν μάστορα, βοηθός, παραγιός, μαθητευόμενος2. (ιδίως για τους γύφτους) ο γιος τού μάστορα, τού σκηνίτη σιδηρουργού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστορας + υποκορ. κατάλ. -πουλο* (πρβλ. κοτό-πουλο)].
Dictionary of Greek. 2013.